- αδιάλεκτος
- και -χτος και -γος, -η, -ο [διαλέγω](κυρίως για φρούτα ή άλλα εμπορεύματα)1. αυτός που δεν διαλέχτηκε ή δεν διαλέγεται, δεν μπορεί να διαλεχτεί, δεν υπόκειται σε διαλογή, «τής σειράς»2. στον οποίο δεν έγινε (ακόμη) η διαλογή, αξεδιάλεχτος.
Dictionary of Greek. 2013.